κουτσομπολεύω

κουτσομπολεύω
κουτσομπολεύω, κουτσομπόλεψα βλ. πίν. 17

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουτσομπολεύω — και κοτσομπολεύω κουτσομπόλεψα, κουτσομπολεύτηκα, κουτσομπολεμένος, κάνω σχόλια σε βάρος άλλων, διασπείρω φήμες, βάζω λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσομπολεύω — και κουτσομπολιάζω συζητώ και επικρίνω ή διαδίδω, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων, κακογλωσσεύω, κακολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. κουτσομπολιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπολιάζω — κουτσομπολεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοψο μπολιάζω, με τροπή τού ψ σε τσ (βλ. και κουτσο ) και κώφωση ( ο > ου )] …   Dictionary of Greek

  • ακουτσομπόλευτος — η, ο [κουτσομπολεύω] αυτός, για τον οποίο δεν έγινε κουτσομπολιό, τού οποίου δεν κακολόγησαν ή δεν σχολίασαν την ιδιωτική ζωή …   Dictionary of Greek

  • γελέκι — και γελέκο και γιλέκο, το και γελέκος, ο 1. ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κουμπώνει μπροστά 2. τα γελέκια το πανωκόρμι της φουστανέλας 3. φρ. «του κόβω τα γελέκια» τον κουτσομπολεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γελέκι < …   Dictionary of Greek

  • κοτσομπολεύω — βλ. κουτσομπολεύω …   Dictionary of Greek

  • κουσκουσουρεύω — και κουρκουσουρεύω και κορκοσουρεύω [κουσκουσούρης] κουτσομπολεύω, κακολογώ, διαβάλλω …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπόλεμα — το [κουτσομπολεύω] κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • σχολιάζω — ΝΜ γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω νεοελλ. 1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων 2. επικρίνω 3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσεύω — κακολογώ, κουτσομπολεύω: Γλωσσεύει όλους τους γείτονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”